- φόδρα
- η, Ν1. εσωτερική επένδυση ενδύματος, υπόρραμμα2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους εσωτερική επένδυση, όπως λ.χ. από ξύλο ή από έλασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fodra < γοτθ. fodr].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φόδρα — η (λ. ιταλ.) 1. εσωτερική επένδυση ρούχου. 2. κάθε εσωτερική επένδυση πράγματος από οποιαδήποτε ύλη (ξύλο, έλασμα κτλ.), ντουμπλιούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντουμπλιούρ(α) — η φόδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. doublure «φόδρα» < γαλλ. doubler «φοδράρω»] … Dictionary of Greek
αστάρι — το 1. η φόδρα 2. το πρώτο στρώμα χρωματισμού σε κάποια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. astar, πιθ. < αρχ. ιστάριον, υποκορ. του ιστός] … Dictionary of Greek
γουνέλα — η 1. κοντό γυναικείο πανωφόρι με γούνινη φόδρα, κοντογούνι 2. γυναικείο πανωφόρι, μεταξωτό, μέχρι τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gonella] … Dictionary of Greek
επένδυση — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την… … Dictionary of Greek
σωπάνι — και διαλ. τ. σουπάνι, το, Ν φόδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σω (< έσω με σίγηση τού αρκτικού ε ) + πανί] … Dictionary of Greek
υπόρραμμα — το, Ν φόδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπορράπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Παπάζογλου] … Dictionary of Greek
φοδράρω — Ν 1. επενδύω εσωτερικά ένα ένδυμα, ράβω φόδρα 2. (κατ επέκτ.) τοποθετώ εσωτερική επένδυση σε αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fodrar] … Dictionary of Greek
φορτέτσα — και φορτέτζα, η, Ν 1. κομμάτι από χοντρό λινό, συνήθως, ύφασμα που ράβεται κάτω από τη φόδρα ενδυμάτων για να μην ζαρώνουν 2. κομμάτι από χοντρό δέρμα ανάμεσα στον πάτο και στη σόλα τού παπουτσιού για να υποστηρίζει την καμάρα τού ποδιού 3.… … Dictionary of Greek
φόδρο — το, Ν ναυτ. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, η εντερόνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. σχετίζεται με τη λ. φόδρα] … Dictionary of Greek